- κατεσφιγμένος
- κατά-σφίγγωbind tightperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατασφίγγω — (AM) μσν. 1. σφίγγω καλά, δυνατά 2. περισφίγγω, περικυκλώνω 3. καταπιέζω, εξαναγκάζω αρχ. σφίγγω κάτι ισχυρά, στερεώνω, εφαρμόζω στενά («ποδήρης χιτών... κατεσφιγμένος», Ιώσ.) … Dictionary of Greek